- άκαρπος
- -η, -ο (Α ἄκαρπος, -ον)1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος«άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι»2. ο άτεκνος, ο στείρος«άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c)3. ανώφελος, άσκοπος«άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7, 5)4. αυτός που προκαλεί ακαρπία, αφορία, ο καταστρεπτικός«οι δρίμες είναι άκαρπες μέρες», «σορόκος... άκαρπος» (με βλαβερή επίδραση στα σπαρτά), «μηδ' ἄκαρπος αἰανὴς ἐφερπέτω νόσος» (Αισχύλ. Ευμ. 943).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρπός*.ΠΑΡ. ακαρπία αρχ. ἀκαρπῶνεοελλ.ακαρπίζω, ακαρπίτης].
Dictionary of Greek. 2013.